λύπηση

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

λύπηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λύπηση / λύπησις < αρχαία ελληνική λυπέω / λυπῶ < λύπη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.pi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύπηση

Ουσιαστικό

λύπηση θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λύπη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.