λύπηση
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- λύπηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λύπηση / λύπησις < αρχαία ελληνική λυπέω / λυπῶ < λύπη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐πη‐ση
Ουσιαστικό
λύπηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λυπάμαι, το συναίσθημα της λύπης, της συμπόνιας ή του οίκτου που αισθάνεται κάποιος για κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λύπη
Αναφορές
- λύπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.