λυπέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λυπέω < λύπη
Ρήμα
λυπέω -λυπῶ
- προκαλώ θλίψη, λύπη, στενοχωρώ
- καίτοι σε ζηλοῦν ἔχω, ὁθούν εκ᾽ οὐδὲν τῶν δ᾽ ἐπαισθάνει κακῶν: ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἥδιστος βίος, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ᾽ ἀνώδυνον κακόν, ἕως τὸ χαίρειν καὶ τὸ λυπεῖσθαι μάθῃς. (: και τώρα πάει να σε ζηλεύω όπου κανέν' απ' τα κακά τούτα δε νιώθεις, είναι γλυκειά η ζωή όταν δεν αισθάνεσαι, γιατι το να μη νιώθεις είναι ανώδυνο κακό, ώσπου να μάθεις να χαίρεσαι και να λυπάσαι Σοφοκλ. Αίας 555)
- ἄγαν γε λυπεῖς
- ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη
- ενοχλώ, προκαλώ δυσφορία
- λέγεις, ἔφη, ἁρμόττειν οὐ τοὺς ἀκριβεῖς <θώρακας>, ἀλλὰ τοὺς μὴ λυποῦντας ἐν τῇ χρείᾳ (:λες ότι εκείνοι που καλά ταιριάζουν δεν είναι οι εφαρμοστοί, αλλά εκείνοι που όταν τους χρησιμοποιεί <ο πολεμιστής> δεν ενοχλούν)
- παρενοχλώ, ταράζω, βλάπτω (συνήθως στη στρατιωτική ορολογία)
- ἡ μέντοι ἵππος ἡ Μαρδονίου αἰεὶ προσέκειτό τε καὶ ἐλύπεε τοὺς Ἕλληνας (:το ιππικό του Μαρδόνιου διαρκώς πλησίαζε και παρενοχλούσε τους Έλληνες)
- λῃσταὶ . . τήν Λακωνικὴν ἧσσον ἐλύπουν
- παθητικό, λυπέομαι - λυποῦμαι : νιώθω στενοχώρια, θλίψη, πονώ θλίβομαι.
- μέσο (και αναλυτικά) : "λυπῶ ἐμαυτόν". Το μέσο και παθητικό
Εκφράσεις
- οὐδένα λυπήσας ή οὐδένα λυπήσασα : συνηθισμένη φράση για επικήδειους, όπως σήμερα το "ήταν καλός άνθρωπος"
Συγγενικά
Σύνθετα
- παραλυπέω
- προλυπέομαι
- ἀντιλυπέω
- συλλυπέω
| Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Μέση-Παθητική Φωνή |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | λυπέω-λυπῶ | λυπέομαι-λυποῦμαι |
| Παρατατικός | ἐλύπουν | ἐλυπούμην |
| Μέλλοντας | λυπήσω | λυπήσομαι (παθητ.) λυπηθήσομαι |
| Αόριστος | ἐλύπησα | ἐλυπήθην |
| Παρακείμενος | λελύπηκα | λελύπημαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Παρατηρήσεις | ο παθητικός αόριστος ως μέσος | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.