επωφελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επωφελής η επωφελής το επωφελές
      γενική του επωφελούς* της επωφελούς του επωφελούς
    αιτιατική τον επωφελή την επωφελή το επωφελές
     κλητική επωφελή(ς) επωφελής επωφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επωφελείς οι επωφελείς τα επωφελή
      γενική των επωφελών των επωφελών των επωφελών
    αιτιατική τους επωφελείς τις επωφελείς τα επωφελή
     κλητική επωφελείς επωφελείς επωφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επωφελής < ελληνιστική κοινή ἐπωφελής

Επίθετο

επωφελής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.