expedient

Αγγλικά (en)

Επίθετο

expedient (en)

  1. συμφεροντολογικός*
  2. πρόσφορος (απλός και εύκολος και βολικός)
  3. αποτελεσματικός, λυσιτελής

Ουσιαστικό

expedient (en)

  • μία βολική, πρόσφορη, αποτελεσματική λύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.