expedient
Αγγλικά (en)
Επίθετο
expedient
(en)
συμφεροντολογικός
*
πρόσφορος
(
απλός
και
εύκολος
και
βολικός
)
αποτελεσματικός
,
λυσιτελής
Ουσιαστικό
expedient
(en)
μία βολική, πρόσφορη, αποτελεσματική λύση
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.