λιπαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιπαρός | η | λιπαρή | το | λιπαρό |
| γενική | του | λιπαρού | της | λιπαρής | του | λιπαρού |
| αιτιατική | τον | λιπαρό | τη | λιπαρή | το | λιπαρό |
| κλητική | λιπαρέ | λιπαρή | λιπαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιπαροί | οι | λιπαρές | τα | λιπαρά |
| γενική | των | λιπαρών | των | λιπαρών | των | λιπαρών |
| αιτιατική | τους | λιπαρούς | τις | λιπαρές | τα | λιπαρά |
| κλητική | λιπαροί | λιπαρές | λιπαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιπαρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπαρός < λίπ(ος) + -αρός < επίρρημα λίπα & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική matière grasse ή από την αγγλική fat [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.paˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πα‐ρός
Επίθετο
λιπαρός, -ή, -ό
- που περιέχει λίπος
- αυτός που προκαλεί την αίσθηση (οπτικά ή στην αφή ή στη γεύση) ότι περιέχει λίπος ή κάτι σαν λίπος
- για τη σημασία «πλούσιος», καθαρεύουσα → δείτε αρχαία ελληνική λιπαρός
- ※ ἀγνοοῦντες πρὸς ποίας ἔπλεον ὄχθας εἰς ἀναζήτησιν μαρτυρικοῦ στεφάνου ἢ λιπαροῦ μοναστηρίου
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα (1886), Μέρος Α΄
- ※ ἀγνοοῦντες πρὸς ποίας ἔπλεον ὄχθας εἰς ἀναζήτησιν μαρτυρικοῦ στεφάνου ἢ λιπαροῦ μοναστηρίου
Μεταφράσεις
λιπαρός
|
Αναφορές
- λιπαρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιπαρός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λιπαρός | ἡ | λιπαρᾱ́ | τὸ | λιπαρόν |
| γενική | τοῦ | λιπαροῦ | τῆς | λιπαρᾶς | τοῦ | λιπαροῦ |
| δοτική | τῷ | λιπαρῷ | τῇ | λιπαρᾷ | τῷ | λιπαρῷ |
| αιτιατική | τὸν | λιπαρόν | τὴν | λιπαρᾱ́ν | τὸ | λιπαρόν |
| κλητική ὦ! | λιπαρέ | λιπαρᾱ́ | λιπαρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λιπαροί | αἱ | λιπαραί | τὰ | λιπαρᾰ́ |
| γενική | τῶν | λιπαρῶν | τῶν | λιπαρῶν | τῶν | λιπαρῶν |
| δοτική | τοῖς | λιπαροῖς | ταῖς | λιπαραῖς | τοῖς | λιπαροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | λιπαρούς | τὰς | λιπαρᾱ́ς | τὰ | λιπαρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | λιπαροί | λιπαραί | λιπαρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιπαρώ | τὼ | λιπαρᾱ́ | τὼ | λιπαρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | λιπαροῖν | τοῖν | λιπαραῖν | τοῖν | λιπαροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιπαρός < λίπ(ος) + -αρός < επίρρημα λίπα
Επίθετο
λιπαρός, -ά, -όν
Παράγωγα
- λιπαρῶς
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → και δείτε τη λέξη λίπα
Πηγές
- λιπαρός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- λιπαρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιπαρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.