λεπτομερής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτομερής η λεπτομερής το λεπτομερές
      γενική του λεπτομερούς* της λεπτομερούς του λεπτομερούς
    αιτιατική τον λεπτομερή τη λεπτομερή το λεπτομερές
     κλητική λεπτομερή(ς) λεπτομερής λεπτομερές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτομερείς οι λεπτομερείς τα λεπτομερή
      γενική των λεπτομερών των λεπτομερών των λεπτομερών
    αιτιατική τους λεπτομερείς τις λεπτομερείς τα λεπτομερή
     κλητική λεπτομερείς λεπτομερείς λεπτομερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεπτομερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεπτομερής < λεπτο- + -μερής (μέρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /le.pto.meˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεπτομερής

Επίθετο

λεπτομερής, -ής, -ές, συγκριτικός: λεπτομερέστερος, υπερθετικός:  λεπτομερέστατος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτομερής τὸ λεπτομερές
      γενική τοῦ/τῆς λεπτομεροῦς τοῦ λεπτομεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ λεπτομερεῖ τῷ λεπτομερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτομερ τὸ λεπτομερές
     κλητική ! λεπτομερές λεπτομερές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτομερεῖς τὰ λεπτομερ
      γενική τῶν λεπτομερῶν τῶν λεπτομερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτομερέσ(ν) τοῖς λεπτομερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτομερεῖς τὰ λεπτομερ
     κλητική ! λεπτομερεῖς λεπτομερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτομερεῖ τὼ λεπτομερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν λεπτομεροῖν τοῖν λεπτομεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λεπτομερής < (λεπτός) λεπτο- + -μερής (μέρος)

Επίθετο

λεπτομερής, -ής, -ής, συγκριτικός: λεπτομερέστερος, υπερθετικός:  λεπτομερέστατος

  1. που αποτελείται από πολύ λεπτά μόρια· επίθετο που αποδίδεται στο νερό, τη φωτιά, την ψυχή κλπ
     αντώνυμα: παχυμερής
  2. (στους μεταγενέστερους συγγραφείς) που εξετάζεται με κάθε λεπτομέρεια
  3. (για πρόσωπα) καλλιεργημένος, επιμελής

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.