-μερής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -μερής | η | -μερής | το | -μερές |
| γενική | του | -μερούς* | της | -μερούς | του | -μερούς |
| αιτιατική | τον | -μερή | τη(ν) | -μερή | το | -μερές |
| κλητική | -μερή(ς) | -μερής | -μερές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -μερείς | οι | -μερείς | τα | -μερή |
| γενική | των | -μερών | των | -μερών | των | -μερών |
| αιτιατική | τους | -μερείς | τις | -μερείς | τα | -μερή |
| κλητική | -μερείς | -μερείς | -μερή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -μερής < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -με‐ρής
Επίθημα
-μερής, -ής, -ές
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μερής στο Βικιλεξικό
Πηγές
- -μερής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.