επιμελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμελής η επιμελής το επιμελές
      γενική του επιμελούς* της επιμελούς του επιμελούς
    αιτιατική τον επιμελή την επιμελή το επιμελές
     κλητική επιμελή(ς) επιμελής επιμελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμελείς οι επιμελείς τα επιμελή
      γενική των επιμελών των επιμελών των επιμελών
    αιτιατική τους επιμελείς τις επιμελείς τα επιμελή
     κλητική επιμελείς επιμελείς επιμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιμελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιμελής < ἐπί + μέλω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.meˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιμελής

Επίθετο

επιμελής, -ής, -ές

  • που επιδεικνύει επιμέλεια, που φροντίζει και μεριμνά για κάτι που του έχει ανατεθεί ή οφείλει να κάνει

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.