εξονυχιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξονυχιστικός | η | εξονυχιστική | το | εξονυχιστικό |
| γενική | του | εξονυχιστικού | της | εξονυχιστικής | του | εξονυχιστικού |
| αιτιατική | τον | εξονυχιστικό | την | εξονυχιστική | το | εξονυχιστικό |
| κλητική | εξονυχιστικέ | εξονυχιστική | εξονυχιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξονυχιστικοί | οι | εξονυχιστικές | τα | εξονυχιστικά |
| γενική | των | εξονυχιστικών | των | εξονυχιστικών | των | εξονυχιστικών |
| αιτιατική | τους | εξονυχιστικούς | τις | εξονυχιστικές | τα | εξονυχιστικά |
| κλητική | εξονυχιστικοί | εξονυχιστικές | εξονυχιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εξονυχιστικός
- (λόγιο) για διαδικασία, πράξη κλπ.) λεπτομερής και πολύ προσεκτικός, που γίνεται χωρίς να ξεφύγει τίποτα
Συγγενικά
- εξονυχιστικά
- → δείτε τις λέξεις εξονυχίζω και νύχι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.