καλλιεργημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλιεργημένος | η | καλλιεργημένη | το | καλλιεργημένο |
| γενική | του | καλλιεργημένου | της | καλλιεργημένης | του | καλλιεργημένου |
| αιτιατική | τον | καλλιεργημένο | την | καλλιεργημένη | το | καλλιεργημένο |
| κλητική | καλλιεργημένε | καλλιεργημένη | καλλιεργημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλιεργημένοι | οι | καλλιεργημένες | τα | καλλιεργημένα |
| γενική | των | καλλιεργημένων | των | καλλιεργημένων | των | καλλιεργημένων |
| αιτιατική | τους | καλλιεργημένους | τις | καλλιεργημένες | τα | καλλιεργημένα |
| κλητική | καλλιεργημένοι | καλλιεργημένες | καλλιεργημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλλιεργημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλλιεργώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.li.eɾ.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐ερ‐γη‐μέ‐νος
Μετοχή
καλλιεργημένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά: βοτανική, γεωπονία) που έχει καλλιεργηθεί
- ↪ το χωράφι είναι καλλιεργημένο
- (μεταφορικά) που έχει μόρφωση, καλαισθησία, τρόπους κ.τ.ό.
- ↪ είναι πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.