λανθάνουσα καθυστέρηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λανθάνουσα καθυστέρηση → δείτε τις λέξεις λανθάνων και καθυστέρηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική latency
Πολυλεκτικός όρος
λανθάνουσα καθυστέρηση
- (ηλεκτρονική) βλ. συνώνυμο λανθάνων χρόνος
- ※ Έκτός από την πολύ υψηλή ταχύτητα διασύνδεσης και τη χαμηλή λανθάνουσα καθυστέρηση (latency) που είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των δικτύων 5G, η τελικά παρεχόμενη ποιότητα υπηρεσίας καθορίζεται και από ένα σύνολο άλλων –μη ελεγχόμενων– τεχνικών παραμέτρων [1]
Αναφορές
- ΠΡΟΟΠΤΙΚΈΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΗΛΈΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΈΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΗΝ ΈΛΛΑΔΑ, Στρατηγική - Προκλήσεις - Όραμα, σελ. 94, Οκτώβριος 2018, εκδόσεις: Ι. Σιδέρης. Προσπέλαση 2020-06-24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.