πανίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανίδα | οι | πανίδες |
| γενική | της | πανίδας | των | πανίδων |
| αιτιατική | την | πανίδα | τις | πανίδες |
| κλητική | πανίδα | πανίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
πανίδα < πανίς < αρχαία ελληνική Πᾶν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.