άγρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άγρα | οι | άγρες |
| γενική | της | άγρας | — | |
| αιτιατική | την | άγρα | τις | άγρες |
| κλητική | άγρα | άγρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άγρα < αρχαία ελληνική ἄγρα
Ουσιαστικό
άγρα θηλυκό
- η θήρα, το κυνήγι
- το ψάρεμα
- (μεταφορικά) η επιδίωξη, η αναζήτηση
- άγρα πελατών: αδίκημα που διαπράττει "όποιος παροτρύνει και παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να δεχθεί ή να αποκρούσει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσίες εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος ή προϊόντα εμπορικού καταστήματος" (Ν. 3498/2006, άρθρο 53)
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- προς άγραν (σε αναζήτηση, στο κυνήγι)
- οι υποψήφιοι αμολήθηκαν προς άγραν ψήφων
Μεταφράσεις
άγρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.