θήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θήρα οι θήρες
      γενική της θήρας των θηρών
    αιτιατική τη θήρα τις θήρες
     κλητική θήρα θήρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θήρα < αρχαία ελληνική θήρα θήρα και θήρη (κυνήγι) < θήρ (σαρκοφάγο ζώο)

Ουσιαστικό

θήρα θηλυκό

  1. το κυνήγι (ζώων)
  2. (μεταφορικά) το κυνήγι, η άγρα, η επιδίωξη ενός πράγματος με επιμονή
  3. ό,τι κυνηγάει κανείς, το θήραμα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θήρα < θήρ

Ουσιαστικό

θήρα θηλυκό (ιωνικός τύπος θήρη)

  • ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην (: πάμε για κυνήγι)
  • ἡ περὶ θάλατταν θήρα
  • κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θήρα
  • τήν θήραν ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα (: παρακολουθώντας <η αράχνη> το θύμα της)
  • η επίμονη επιδίωξη
  • για αιχμαλώτους
  • δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε δέσμιόν τ᾽ ἄγων ἔδειξ᾽ Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν (: ο ύπουλος Οδυσσέας τον έσυρε δέσμιο και τον επέδειξε στους Αχαιούς, λεία καλή)

Συνώνυμα

  • θήρευσις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • θυροβολέω ( σκοτώνω άγριο ή μη ήμερο ζώο)
  • θηρονόμος και θηροτρόφος (που διατρέφει, εξημερώνει ζώα), αλλά θηρότροφος (αυτος που τρώει άγρια ζώα ή ζώα που δεν ήταν οικόσιτα γενικά)
  • θηροσκόπος (που αναζητεί άγρια ζώα ή μη ήμερα ζώα, όχι απαραιτήτως δηλαδή σαρκοβόρα θηρία)
  • θηροφόνος (αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.