τιμόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τιμόνι | τα | τιμόνια |
| γενική | του | τιμονιού | των | τιμονιών |
| αιτιατική | το | τιμόνι | τα | τιμόνια |
| κλητική | τιμόνι | τιμόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμόνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τιμόνι(ν) (πηδάλιο πλοίου) < βενετική timon (οιακοστρόφιο πλοίου, πηδάλιο) + -ι[1] < δημώδης λατινική timonem, αιτιατική του timo < λατινική temo [2]

Λευκό τιμόνι αυτοκινήτου.

Τιμόνι ποδηλάτου.
.jpg.webp)
Τιμόνι πλοίου.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈmo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μό‐μο
Ουσιαστικό
τιμόνι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τιμόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τιμόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τιμόνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
- άλλες μορφές: τιμόνιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.