φιλοκυβερνητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλοκυβερνητικός | η | φιλοκυβερνητική | το | φιλοκυβερνητικό |
| γενική | του | φιλοκυβερνητικού | της | φιλοκυβερνητικής | του | φιλοκυβερνητικού |
| αιτιατική | τον | φιλοκυβερνητικό | τη | φιλοκυβερνητική | το | φιλοκυβερνητικό |
| κλητική | φιλοκυβερνητικέ | φιλοκυβερνητική | φιλοκυβερνητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλοκυβερνητικοί | οι | φιλοκυβερνητικές | τα | φιλοκυβερνητικά |
| γενική | των | φιλοκυβερνητικών | των | φιλοκυβερνητικών | των | φιλοκυβερνητικών |
| αιτιατική | τους | φιλοκυβερνητικούς | τις | φιλοκυβερνητικές | τα | φιλοκυβερνητικά |
| κλητική | φιλοκυβερνητικοί | φιλοκυβερνητικές | φιλοκυβερνητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλοκυβερνητικός < φίλος + -ο- + κυβερνητικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.