γκουβέρνο

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική γκουβέρνο γκουβέρνα
γενική γκουβέρνου γκουβέρνων
αιτιατική γκουβέρνο γκουβέρνα
κλητική γκουβέρνο γκουβέρνα

Ουσιαστικό

γκουβέρνο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.