κυβερνήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κυβερνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυβερνώ
  2. θα κυβερνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυβερνώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κυβερνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κυβέρνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.