μεταβατική κυβέρνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταβατική κυβέρνηση | οι | μεταβατικές κυβερνήσεις |
| γενική | της | μεταβατικής κυβέρνησης | των | μεταβατικών κυβερνήσεων |
| αιτιατική | τη | μεταβατική κυβέρνηση | τις | μεταβατικές κυβερνήσεις |
| κλητική | μεταβατική κυβέρνηση | μεταβατικές κυβερνήσεις | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταβατική κυβέρνηση < → δείτε τις λέξεις μεταβατικός και κυβέρνηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /metavatiˈci ciˈveɾnisi/
Πολυλεκτικός όρος
μεταβατική κυβέρνηση θηλυκό
- (πολιτική) η προσωρινή κυβέρνηση που την αποτελούν πολιτικά ή εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα και συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών
- ※ Η Ευρωζώνη επιμένει σε γραπτή δέσμευση των ηγετών των πολιτικών κομμάτων που θα υποστηρίξουν μια μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας, ως προϋπόθεση για να εκταμιευθεί η 6η δόση.
- Ζήρας, Βασίλης (9 Νοεμβρίου 2011), Η Ε.Ε. επιμένει σε γραπτές δεσμεύσεις, Η Καθημερινή
- ※ Η Ευρωζώνη επιμένει σε γραπτή δέσμευση των ηγετών των πολιτικών κομμάτων που θα υποστηρίξουν μια μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας, ως προϋπόθεση για να εκταμιευθεί η 6η δόση.
Μεταφράσεις
μεταβατική κυβέρνηση
|
|
Πηγές
- μεταβατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.