πλαγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαγιά | οι | πλαγιές |
| γενική | της | πλαγιάς | των | πλαγιών |
| αιτιατική | την | πλαγιά | τις | πλαγιές |
| κλητική | πλαγιά | πλαγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χιονισμένη πλαγιά βουνού
Ετυμολογία
- πλαγιά < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- (λόγιο) κλιτύς
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.