μελίγγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελίγγι τα μελίγγια
      γενική του μελιγγιού των μελιγγιών
    αιτιατική το μελίγγι τα μελίγγια
     κλητική μελίγγι μελίγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελίγγι < μεσαιωνική ελληνική μήνιγγας, μήλιγγας, μέλιγγας (δοτική: μηλίγγι)[1] με τροπή του άτονου [i] > [e] πριν από [l] < ελληνιστική κοινή μηνίγγιον με ανομοίωση των [m]-[n] > [m]-[l] υποκοριστικό του αρχαίου ἡ μῆνιγξ[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈliŋ.ɟi/

Ουσιαστικό

μελίγγι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

Συγγενικά

  • μελιγγίτης (αρσενικό, η μηνιγγίτιδα)[3]
  • και  δείτε τη λέξη μηνίγγι

  • διαφορετικά τα μελιγγάρι, μελιγγόνι, μελίγκρα

Σημειώσεις

  • Ψαρομελίγκος (επώνυμο Κρητικών επαναστατών του 13ου αιώνα) ψαρός + μέλιγγας, αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους.[4]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μήνιγγας, μηλίγγι -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. μελίγγι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  4. Detorakis, Theocharis E. (1986). History of Crete. Athens. OCLC 715204595. σελ. 177. σελ. 178–179. σελ. 186–187. αναφορές από το σωζόμενο αρχείο του Χάνδακα. Επίθετο Κρητικών επαναστατών του 13ου αιώνα, ψαρός + μέλιγγας, αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους. Δείτε επίσης Ιστορία της Κρήτης: Εξεγέρσεις των Κρητικών κατά της Βενετίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.