κροταφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροταφικός η κροταφική το κροταφικό
      γενική του κροταφικού της κροταφικής του κροταφικού
    αιτιατική τον κροταφικό την κροταφική το κροταφικό
     κλητική κροταφικέ κροταφική κροταφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροταφικοί οι κροταφικές τα κροταφικά
      γενική των κροταφικών των κροταφικών των κροταφικών
    αιτιατική τους κροταφικούς τις κροταφικές τα κροταφικά
     κλητική κροταφικοί κροταφικές κροταφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κροταφικός < κρόταφος + -ικός

Επίθετο

κροταφικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον κρόταφο, βρίσκεται σ' αυτόν ή αναφέρεται σ' αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.