προφίλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προφίλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική profil[1] < ιταλική profilo < profilare < pro + filare < λατινική filo < filum

Ουσιαστικό

προφίλ ουδέτερο άκλιτο

  1. η πλάγια όψη (προσώπου)
  2. (μεταφορικά) ο χαρακτήρας, το στυλ, ο τρόπος συμπεριφοράς
  3. η τροχιά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.