πλάγια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.ʝi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐γι‐ος
- τονικό παρώνυμο: πλαγίως
Επίρρημα
πλάγια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλάγια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πλάγιος
- λόγιο: πλαγία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλάγιο) του πλάγιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πλάγια: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλάγιος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
πλάγια -ων ουδέτερο στον πληθυντικό
- τα πλάγια, τα πλευρά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 16
- Ἀλλὰ τὰ μὲν καθ᾽ ἡμᾶς ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ Κῦρε, καλῶς ἔχειν, ἀλλὰ τὰ πλάγια λυπεῖ με, ὅτι τὰ μὲν τῶν πολεμίων κέρατα ἰσχυρὰ ὁρῶ ἀνατεινόμενα καὶ ἅρμασι καὶ παντοδαπῇ στρατιᾷ·
- πιστεύω ότι το δικό μου τμήμα του στρατού, Κύρε, είναι εντάξει, αλλά με ανησυχούν τα πλάγια (τα πλευρά), γιατί βλέπω τις πτέρυγες των εχθρών να αντιτάσσονται ισχυρά με άρματα και κάθε είδους πεζικό) (Χρειάζεται στοιχεία μεταφραστή)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 16
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλάγια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλάγιον) του πλάγιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.