temple
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
temple
temples
Ετυμολογία
temple
<
λατινική
templum
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈtɛmp(ə)l
/
Ουσιαστικό
temple
(en)
(
αρχιτεκτονική
,
θρησκεία
)
ο
ναός
(
ανθρώπινο σώμα
)
ο
κρόταφος
(
για σκελετό γυαλιών
)
βραχίονας
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
temple
temples
Ετυμολογία
temple
<
λατινική
templum
Προφορά
ΔΦΑ
: /
tɑ̃pl
/
ⓘ
Ουσιαστικό
temple
(fr)
αρσενικό
(
αρχιτεκτονική
,
θρησκεία
)
ο
ναός
Συγγενικά
templier
Templiers
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.