κρατερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρατερός | η | κρατερή | το | κρατερό |
| γενική | του | κρατερού | της | κρατερής | του | κρατερού |
| αιτιατική | τον | κρατερό | την | κρατερή | το | κρατερό |
| κλητική | κρατερέ | κρατερή | κρατερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρατεροί | οι | κρατερές | τα | κρατερά |
| γενική | των | κρατερών | των | κρατερών | των | κρατερών |
| αιτιατική | τους | κρατερούς | τις | κρατερές | τα | κρατερά |
| κλητική | κρατεροί | κρατερές | κρατερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρατερός < αρχαία ελληνική κρατερός < κράτος + -ερός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- κρατερά
- κρατερότητα
- κρατερώς
- → δείτε τη λέξη κράτος
Μεταφράσεις
κρατερός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κρατερός < κράτος + -ερός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥t- < *kret-
Επίθετο
κρατερός, -ά, -όν
- καρτερός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.