παντοδύναμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοδύναμος η παντοδύναμη το παντοδύναμο
      γενική του παντοδύναμου της παντοδύναμης του παντοδύναμου
    αιτιατική τον παντοδύναμο την παντοδύναμη το παντοδύναμο
     κλητική παντοδύναμε παντοδύναμη παντοδύναμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοδύναμοι οι παντοδύναμες τα παντοδύναμα
      γενική των παντοδύναμων των παντοδύναμων των παντοδύναμων
    αιτιατική τους παντοδύναμους τις παντοδύναμες τα παντοδύναμα
     κλητική παντοδύναμοι παντοδύναμες παντοδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παντοδύναμος < ελληνιστική παντοδύναμος < αρχαία ελληνική πᾶς (αιτιατική: πάντα) + δύναμη

Προφορά

ΔΦΑ : /pan.doˈði.na.mos/

Επίθετο

παντοδύναμος

  1. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει τα πάντα
  2. προσφώνηση ή χαρακτηρισμός του Θεού
    θα βοηθήσει ο Παντοδύναμος
  3. (γενικότερα) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ (στρατιωτική, πολιτική, κοινωνική, τεχνική κλπ) ή πολύ μεγάλες δυνατότητες
    είναι παντοδύναμος μέσα στο κόμμα του


Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.