πανίσχυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανίσχυρος | η | πανίσχυρη | το | πανίσχυρο |
| γενική | του | πανίσχυρου | της | πανίσχυρης | του | πανίσχυρου |
| αιτιατική | τον | πανίσχυρο | την | πανίσχυρη | το | πανίσχυρο |
| κλητική | πανίσχυρε | πανίσχυρη | πανίσχυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανίσχυροι | οι | πανίσχυρες | τα | πανίσχυρα |
| γενική | των | πανίσχυρων | των | πανίσχυρων | των | πανίσχυρων |
| αιτιατική | τους | πανίσχυρους | τις | πανίσχυρες | τα | πανίσχυρα |
| κλητική | πανίσχυροι | πανίσχυρες | πανίσχυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανίσχυρος < ελληνιστική κοινή πανίσχυρος. Συγχρονικά αναλύεται σε παν- + ισχυρός[1]
Αναφορές
- πανίσχυρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.