πανίσχυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανίσχυρος η πανίσχυρη το πανίσχυρο
      γενική του πανίσχυρου της πανίσχυρης του πανίσχυρου
    αιτιατική τον πανίσχυρο την πανίσχυρη το πανίσχυρο
     κλητική πανίσχυρε πανίσχυρη πανίσχυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανίσχυροι οι πανίσχυρες τα πανίσχυρα
      γενική των πανίσχυρων των πανίσχυρων των πανίσχυρων
    αιτιατική τους πανίσχυρους τις πανίσχυρες τα πανίσχυρα
     κλητική πανίσχυροι πανίσχυρες πανίσχυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανίσχυρος < ελληνιστική κοινή πανίσχυρος. Συγχρονικά αναλύεται σε παν- + ισχυρός[1]

Επίθετο

πανίσχυρος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.