κρατερότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρατερότητα | οι | κρατερότητες |
| γενική | της | κρατερότητας | των | κρατεροτήτων |
| αιτιατική | την | κρατερότητα | τις | κρατερότητες |
| κλητική | κρατερότητα | κρατερότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρατερότητα < κρατερ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
κρατερότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του κρατερού
- ※ Ο ζωόμορφος άνθρωπος και ο ανθρωπίνως σκεπτόμενος όνος, υπό το πρίσμα αυτό, και μέσα σε μια αμφίδρομη διαδικασία αποκτήνωσης και εξανθρωπισμού, αποκτούν μια καίρια συμβολική διάσταση, η οποία υπερβαίνει τους επιμέρους «συμβολισμούς» της δύναμης και της εγκαρτέρησης, της αφοσίωσης, της ερωτικής κρατερότητας ή της σωματικής αλκής. (εφ. Καθημερινή, 27.02.2005)
Μεταφράσεις
κρατερότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.