ημίρρευστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίρρευστος η ημίρρευστη το ημίρρευστο
      γενική του ημίρρευστου της ημίρρευστης του ημίρρευστου
    αιτιατική τον ημίρρευστο την ημίρρευστη το ημίρρευστο
     κλητική ημίρρευστε ημίρρευστη ημίρρευστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίρρευστοι οι ημίρρευστες τα ημίρρευστα
      γενική των ημίρρευστων των ημίρρευστων των ημίρρευστων
    αιτιατική τους ημίρρευστους τις ημίρρευστες τα ημίρρευστα
     κλητική ημίρρευστοι ημίρρευστες ημίρρευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημίρρευστος < ημι- + ρευστός

Επίθετο

ημίρρευστος, -η, -ο

  • που βρίσκεται στο ενδιάμεσο μεταξύ στερεάς και υγρής κατάστασης
    Οι Αμερικανοί επιστήμονες ήδη πειραματίζονται με την ανάμιξη τροφών-πρώτων υλών με υδρο-κολλοειδή, ουσίες οι οποίες σχηματίζουν ημίρρευστη μάζα με το νερό (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27 δΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2010)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.