κρεμώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρεμώδης η κρεμώδης το κρεμώδες
      γενική του κρεμώδους της κρεμώδους του κρεμώδους
    αιτιατική τον κρεμώδη την κρεμώδη το κρεμώδες
     κλητική κρεμώδη(ς) κρεμώδης κρεμώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρεμώδεις οι κρεμώδεις τα κρεμώδη
      γενική των κρεμωδών των κρεμωδών των κρεμωδών
    αιτιατική τους κρεμώδεις τις κρεμώδεις τα κρεμώδη
     κλητική κρεμώδεις κρεμώδεις κρεμώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρεμώδης < κρέμα + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική creamy)

Επίθετο

κρεμώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.