καλλυντικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλλυντικό | τα | καλλυντικά |
| γενική | του | καλλυντικού | των | καλλυντικών |
| αιτιατική | το | καλλυντικό | τα | καλλυντικά |
| κλητική | καλλυντικό | καλλυντικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντικός < (ελληνιστική κοινή) καλλυντικός < καλλυντής < αρχαία ελληνική καλλύνω < καλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lin.diˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λυ‐ντι‐κό
Ουσιαστικό
καλλυντικό ουδέτερο
- (κοσμετολογία) παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για αισθητικούς ή/και θεραπευτικούς λόγους
Συγγενικά
- καλλυντικός
- → και δείτε τις λέξεις καλλύνω και καλός
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλλυντικό
- αιτιατική ενικού του καλλυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καλλυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.