χρῖσμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρῖσμᾰ | τὰ | χρίσμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | χρίσμᾰτος | τῶν | χρισμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | χρίσμᾰτῐ | τοῖς | χρίσμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | χρῖσμᾰ | τὰ | χρίσμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | χρῖσμᾰ | χρίσμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρίσμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρισμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρῖσμα ουδέτερο
- αλοιφή, οτιδήποτε αλείφεται (ιδίως για πυκνά υγρά)
- ※ ἀγαθὸν δὲ τοῖσι χρίσμασι χρέεσθαι τοῖσιν ἱδρωτικοῖσιν ὑπὸ τὰς κρίσιας (Ιπποκράτης 460‑377, Περί Διαίτης, 72.20.21)
- στόκος, ασβέστης
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) το χρίσμα, αναγόρευση (όπως με έλαιο)
- ※ χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου (Καινή Διαθήκη, 1η επιστολή Ιωάννη (Ep.Jo.) 2.20)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χρίω
Πηγές
- χρῖσμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρῖσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.