χρῖσμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρῖσμᾰ τὰ χρίσμᾰτ
      γενική τοῦ χρίσμᾰτος τῶν χρισμᾰ́των
      δοτική τῷ χρίσμᾰτ τοῖς χρίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χρῖσμᾰ τὰ χρίσμᾰτ
     κλητική ! χρῖσμᾰ χρίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χρισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρῖσμα < αρχαίος τύπος χρῖμα < χρίω

Ουσιαστικό

χρῖσμα ουδέτερο

  1. αλοιφή, οτιδήποτε αλείφεται (ιδίως για πυκνά υγρά)
      ἀγαθὸν δὲ τοῖσι χρίσμασι χρέεσθαι τοῖσιν ἱδρωτικοῖσιν ὑπὸ τὰς κρίσιας (Ιπποκράτης 460377, Περί Διαίτης, 72.20.21)
  2. στόκος, ασβέστης
  3. (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) το χρίσμα, αναγόρευση (όπως με έλαιο)
      χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου (Καινή Διαθήκη, 1η επιστολή Ιωάννη (Ep.Jo.) 2.20)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χρίω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.