παρασκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρασκεύασμα | τα | παρασκευάσματα |
| γενική | του | παρασκευάσματος | των | παρασκευασμάτων |
| αιτιατική | το | παρασκεύασμα | τα | παρασκευάσματα |
| κλητική | παρασκεύασμα | παρασκευάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασκεύασμα < (ελληνιστική κοινή) παρασκεύασμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préparation)
Ουσιαστικό
παρασκεύασμα ουδέτερο
- κάτι που παρασκευάστηκε, που φτιάχτηκε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο από άλλα, συνήθως χημικά ή οργανικά, υλικά
- τροφικό παρασκεύασμα, φαρμακευτικό παρασκεύασμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρασκευάζω και σκεύος
Μεταφράσεις
παρασκεύασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.