καϊμάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καϊμάκι τα καϊμάκια
      γενική του καϊμακιού των καϊμακιών
    αιτιατική το καϊμάκι τα καϊμάκια
     κλητική καϊμάκι καϊμάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καϊμάκι γάλακτος.
Ένα φλιτζάνι καφέ με καϊμάκι.

Ετυμολογία

καϊμάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaymak

Ουσιαστικό

καϊμάκι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος όταν βράσει
  2. (γαστρονομία) αφρώδες και πυκνό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του ελληνικού καφέ όταν βράσει
  3. (γαστρονομία) είδος παγωτού

Συγγενικά

Συνώνυμα

για το γάλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.