crème
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
crème
<
παλαιά γαλλική
cresme
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kʁɛm
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
crème
crèmes
crème
(fr)
αρσενικό
(
οικείο
)
είδος
καφέ
Συνώνυμα
café crème
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
crème
crèmes
crème
(fr)
θηλυκό
η
κρέμα
(
οικείο
)
εύκολη
δουλειά
(
οικείο
)
ο
καλύτερος
σε έναν τομέα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.