επιδόρπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιδόρπιο τα επιδόρπια
      γενική του επιδόρπιου
& επιδορπίου
των επιδόρπιων
& επιδορπίων
    αιτιατική το επιδόρπιο τα επιδόρπια
     κλητική επιδόρπιο επιδόρπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιδόρπιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδόρπιος[1] < ἐπί + δόρπιος < δόρπον (βραδινό γεύμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈðoɾ.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιδόρπιο

Ουσιαστικό

επιδόρπιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.