κουλτούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουλτούρα | οι | κουλτούρες |
| γενική | της | κουλτούρας | των | κουλτουρών |
| αιτιατική | την | κουλτούρα | τις | κουλτούρες |
| κλητική | κουλτούρα | κουλτούρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κουλτούρα θηλυκό
- η καλλιέργεια του πνεύματος, η παιδεία αλλά και η συνολική πνευματική παράδοση και δημιουργία ενός κοινωνικού συνόλου ή μιας κοινωνικής ομάδας
- αξιοπρόσεκτη είναι η συμμετοχή της κουλτούρας των μειονοτικών πληθυσμών στο γενικότερο πολιτισμό μιας χώρας
- υποτιμητικά, η έννοια της σοβαροφάνειας και ενδεχομένως η επίδειξη σε θέματα διανόησης
- ε, δε γίνεται να μη στρέψει το ζήτημα ξανά εκεί που θέλει, για να μας δείξει ότι δήθεν έχει κουλτούρα
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
κουλτούρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κουλτούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.