culture

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
culture cultures

Ουσιαστικό

culture (en)

  1. η κουλτούρα, ο πολιτισμός
    popular culture - λαϊκός πολιτισμός
  2. (μετρήσιμο, βιολογία) η καλλιέργεια, μια ομάδα κυττάρων ή βακτηρίων, ειδικά ένα που λαμβάνεται από ένα άτομο ή ένα ζώο και έχει αναπτυχθεί για ιατρική ή επιστημονική μελέτη ή για την παραγωγή τροφής
    culture of microbes in a test tube - καλλιέργεια μικροβίων σε δοκιμαστικό σωλήνα
    urine/blood culture for diagnostic purposes - καλλιέργεια ούρων/αίματος για διαγνωστικούς σκοπούς
    pearl culture - καλλιέργεια μαργαριταριών
     συνώνυμα: cultivation

Σύνθετα

  • culture στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
culture cultures

Προφορά

 

Ουσιαστικό

culture (fr) θηλυκό

  1. η καλλιέργεια
  2. η κουλτούρα

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.