κουλτουριάρης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kul.tuɾˈʝa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουλ‐του‐ριά‐ρης
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουλτουριάρης | οι | κουλτουριάρηδες |
| γενική | του | κουλτουριάρη | των | κουλτουριάρηδων |
| αιτιατική | τον | κουλτουριάρη | τους | κουλτουριάρηδες |
| κλητική | κουλτουριάρη | κουλτουριάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κουλτουριάρης (θηλυκό κουλτουριάρα)
- (μειωτικό) αυτός που θεωρεί ότι έχει την κουλτούρα, την καλλιέργεια και αρμόζουσα σκέψη και συμπεριφορά
Συγγενικά
- κουλτουριάρα
- κουλτουριάρικα
- κουλτουριάρικος
- → δείτε τη λέξη κουλτούρα
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουλτουριάρης | η | κουλτουριάρα | το | κουλτουριάρικο |
| γενική | του | κουλτουριάρη | της | κουλτουριάρας | του | κουλτουριάρικου |
| αιτιατική | τον | κουλτουριάρη | την | κουλτουριάρα | το | κουλτουριάρικο |
| κλητική | κουλτουριάρη | κουλτουριάρα | κουλτουριάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουλτουριάρηδες | οι | κουλτουριάρες | τα | κουλτουριάρικα |
| γενική | των | κουλτουριάρηδων | — | των | κουλτουριάρικων | |
| αιτιατική | τους | κουλτουριάρηδες | τις | κουλτουριάρες | τα | κουλτουριάρικα |
| κλητική | κουλτουριάρηδες | κουλτουριάρες | κουλτουριάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
κουλτουριάρης, -α, -ικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.