colo

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

colo < γερμανική Zoll

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡so.lo/

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική colocoloj
αιτιατική coloncolojn

colo (eo)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

colo < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *quelō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, τριγυρίζω)

Ρήμα

colo (la)

Κλίση

Παράγωγα

Πηγές



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

colo (pt)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.