κουβέρτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβέρτα οι κουβέρτες
      γενική της κουβέρτας των κουβερτών
    αιτιατική την κουβέρτα τις κουβέρτες
     κλητική κουβέρτα κουβέρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβέρτα < (άμεσο δάνειο) βενετική coverta / ιταλική coperta < coprto < λατινική coopertus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cooperio < con- + operio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁epi (ἐπί) + *h₂wer (καλύπτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈveɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβέρτα
σκύλος καλυμμένος με κουβέρτα

Ουσιαστικό

κουβέρτα θηλυκό

  1. ύφασμα, μάλλινο ή βαμβακερό, που χρησιμοποιείται πάνω από τα σεντόνια του κρεβατιού για να προστατεύει από το κρύο
     συνώνυμα: κλινοσκέπασμα, λώδικα/λώδιξ
  2. (ναυτικός όρος) κατάστρωμα ενός πλοίου
      Σαν πέσανε οι κουρσάροι απάνου στην κουβέρτα μ' αλλαλαγμό κι αντάρα πολλή, οι χατζήδες κατεβήκανε στ' αμπάρι και σφαλιστήκανε. (Φώτης Κόντογλου Ο κουρσάρος Άβερης, ο λεγόμενος Μπεν [διήγημα])
  3. (μεταφορικά) πρόσχημα

Πολυλεκτικοί όροι

  • θερμική κουβέρτα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η έκφραση έλκει την καταγωγή της από τους φυλακισμένους, όταν έπαιζαν μπαρμπούτι στους θαλάμους τους (απλώνοντας στο πάτωμα μια κουβέρτα, για να ρίχνουν τα ζάρια), φανερά, χωρίς να κρύβονται από τους δεσμοφύλακες. Βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.