τρικούβερτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρικούβερτος | η | τρικούβερτη | το | τρικούβερτο |
| γενική | του | τρικούβερτου | της | τρικούβερτης | του | τρικούβερτου |
| αιτιατική | τον | τρικούβερτο | την | τρικούβερτη | το | τρικούβερτο |
| κλητική | τρικούβερτε | τρικούβερτη | τρικούβερτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρικούβερτοι | οι | τρικούβερτες | τα | τρικούβερτα |
| γενική | των | τρικούβερτων | των | τρικούβερτων | των | τρικούβερτων |
| αιτιατική | τους | τρικούβερτους | τις | τρικούβερτες | τα | τρικούβερτα |
| κλητική | τρικούβερτοι | τρικούβερτες | τρικούβερτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρικούβερτος < τρι- + κουβέρτ(α) (στη σημασία: κατάστρωμα) + -ος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈku.veɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐κού‐βερ‐τος
Επίθετο
τρικούβερτος, -η, -ο
Συνώνυμα
Αναφορές
- τρικούβερτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.