τρικούβερτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρικούβερτος η τρικούβερτη το τρικούβερτο
      γενική του τρικούβερτου της τρικούβερτης του τρικούβερτου
    αιτιατική τον τρικούβερτο την τρικούβερτη το τρικούβερτο
     κλητική τρικούβερτε τρικούβερτη τρικούβερτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρικούβερτοι οι τρικούβερτες τα τρικούβερτα
      γενική των τρικούβερτων των τρικούβερτων των τρικούβερτων
    αιτιατική τους τρικούβερτους τις τρικούβερτες τα τρικούβερτα
     κλητική τρικούβερτοι τρικούβερτες τρικούβερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρικούβερτος < τρι- + κουβέρτ(α) (στη σημασία: κατάστρωμα) + -ος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈku.veɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρικούβερτος

Επίθετο

τρικούβερτος, -η, -ο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, για ιστιοφόρα) που έχει τρία καταστρώματα (= κουβέρτες)
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ένταση και διάρκεια
    στήσανε έναν καβγά τρικούβερτο
    μετά το γάμο έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.