σεντόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
| γενική | του | σεντονιού | των | σεντονιών |
| αιτιατική | το | σεντόνι | τα | σεντόνια |
| κλητική | σεντόνι | σεντόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεντόνι < μεσαιωνική ελληνική σεντόνι < ελληνιστική κοινή σινδόνιον < αρχαία ελληνική σινδών < σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκά סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
![N37 [S] S](../I/hiero_N37.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)
![I10 [D] D](../I/hiero_I10.png.webp)
![G43 [w] w](../I/hiero_G43.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)
Προφορά
- ΔΦΑ : /senˈdo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ντό‐νι
Ουσιαστικό
σεντόνι ουδέτερο
- ύφασμα με τέσσερις πλευρές και μεγάλες διαστάσεις, ποικίλων χρωμάτων και σχεδίων, που χρησιμοποιείται για το στρώσιμο του κρεβατιού ή για σκέπασμα με ή/και με κουβέρτα ή πάπλωμα
- (συνεκδοχικά) το κρεβάτι που έχει στρωθεί με σεντόνι
- (μεταφορικά) μεγάλου μήκους χαρτί για τυπογραφική χρήση, το οποίο τυλίγεται σε κύλινδρο
- (μεταφορικά) άρθρο ή, γενικότερα, δημοσίευμα με μεγάλη έκταση αλλά χωρίς ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) μακροπερίοδος γραπτός λόγος χωρίς σημεία στίξης
Συγγενικά
Σύνθετα
- απανωσέντονο
- ασπροσέντονο
- βρομοσέντο
- διπλοσέντονο
- κατωσέντονο
- λινοσέντονο
- μεταξωσέντονο
- μονοσέντονο
- νεκροσέντονο
- παλιοσέντονο
- πανωσέντονο
- σεντονόπανο
-
σεντόνι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σεντόνι
- σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.