σεντόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντόνι τα σεντόνια
      γενική του σεντονιού των σεντονιών
    αιτιατική το σεντόνι τα σεντόνια
     κλητική σεντόνι σεντόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεντόνι < μεσαιωνική ελληνική σεντόνι < ελληνιστική κοινή σινδόνιον < αρχαία ελληνική σινδών < σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκά סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
S
n
D
w
t

Προφορά

ΔΦΑ : /senˈdo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεντόνι

Ουσιαστικό

σεντόνι ουδέτερο

  1. ύφασμα με τέσσερις πλευρές και μεγάλες διαστάσεις, ποικίλων χρωμάτων και σχεδίων, που χρησιμοποιείται για το στρώσιμο του κρεβατιού ή για σκέπασμα με ή/και με κουβέρτα ή πάπλωμα
  2. (συνεκδοχικά) το κρεβάτι που έχει στρωθεί με σεντόνι
  3. (μεταφορικά) μεγάλου μήκους χαρτί για τυπογραφική χρήση, το οποίο τυλίγεται σε κύλινδρο
  4. (μεταφορικά) άρθρο ή, γενικότερα, δημοσίευμα με μεγάλη έκταση αλλά χωρίς ενδιαφέρον
  5. (μεταφορικά) μακροπερίοδος γραπτός λόγος χωρίς σημεία στίξης

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

  1. σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.