κουβερτούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουβερτούρα | οι | κουβερτούρες |
| γενική | της | κουβερτούρας | — | |
| αιτιατική | την | κουβερτούρα | τις | κουβερτούρες |
| κλητική | κουβερτούρα | κουβερτούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουβερτούρα < [1]
- για τη σοκολατένια επικάλυψη < παλαιά (άμεσο δάνειο) ιταλική covertura με τροπή [o] > [u]
- για την τυπογραφία < (άμεσο δάνειο) γαλλική couverture
- και τα δύο < λατινική coopertura < ρήμα cooperiō
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.veɾˈtu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βερ‐τού‐ρα
- παρώνυμο: κουβερτούλα
Ουσιαστικό
κουβερτούρα θηλυκό
- (γλυκό) στη ζαχαροπλαστική, είδος σοκολάτας που καλύπτει ένα γλύκισμα ή παγωτό
- ↪ η κουβερτούρα του γλυκού
- ≈ συνώνυμα: σοκολατένια επικάλυψη
- (τυπογραφία) το εξωτερικό μέρος ενός βιβλίου, από χαρτόνι ή σκληρό χαρτί
- ↪η κουβερτούρα του βιβλίου είναι πολύ όμορφη
- ≈ συνώνυμα: περικάλυμμα
Συγγενικά
Αναφορές
- κουβερτούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.