κουβερτούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβερτούρα οι κουβερτούρες
      γενική της κουβερτούρας
    αιτιατική την κουβερτούρα τις κουβερτούρες
     κλητική κουβερτούρα κουβερτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβερτούρα < [1]
για τη σοκολατένια επικάλυψη < παλαιά (άμεσο δάνειο) ιταλική covertura με τροπή [o] > [u]
για την τυπογραφία < (άμεσο δάνειο) γαλλική couverture
και τα δύο < λατινική coopertura < ρήμα cooperiō

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.veɾˈtu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβερτούρα
παρώνυμο: κουβερτούλα

Ουσιαστικό

κουβερτούρα θηλυκό

  1. (γλυκό) στη ζαχαροπλαστική, είδος σοκολάτας που καλύπτει ένα γλύκισμα ή παγωτό
    η κουβερτούρα του γλυκού
     συνώνυμα: σοκολατένια επικάλυψη
  2. (τυπογραφία) το εξωτερικό μέρος ενός βιβλίου, από χαρτόνι ή σκληρό χαρτί
    η κουβερτούρα του βιβλίου είναι πολύ όμορφη
     συνώνυμα: περικάλυμμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.