αβέρτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβέρτα < αβέρτος

Επίρρημα

αβέρτα

  1. ανοιχτά, ορθάνοιχτα
    άσε την μπαλκονόπορτα αβέρτα
  2. σε μεγάλη ποσότητα, χωρίς φειδώ
    ο θείος μου μας έδινε αβέρτα συμβουλές για το πως να συμπεριφερόμαστε
    δίνω αβέρτα χρήματα αλλά δεν νομίζω να γίνει η δουλειά μου
  3. ανοιχτά, χωρίς περιστροφές
    πήγα και του είπα αβέρτα πως δεν τον γουστάρω

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η έκφραση έλκει την καταγωγή της από τους φυλακισμένους, όταν έπαιζαν μπαρμπούτι στους θαλάμους τους (απλώνοντας στο πάτωμα μια κουβέρτα, για να ρίχνουν τα ζάρια), φανερά, χωρίς να κρύβονται από τους δεσμοφύλακες. Βλ. Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.