διάρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάρροια | οι | διάρροιες |
| γενική | της | διάρροιας | των | διαρροιών |
| αιτιατική | τη | διάρροια | τις | διάρροιες |
| κλητική | διάρροια | διάρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάρροια < αρχαία ελληνική διάρροια < διαρρέω
Ουσιαστικό
διάρροια θηλυκό
- (ιατρική) δυσλειτουργία του πεπτικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση ρευστότητας των κοπράνων
- δεν δίνουμε γάλα στη γάτα μας, μπορεί να της προκαλέσει διάρροια
Συνώνυμα
- ευκοίλια
- ευκοιλιότητα
- κόψιμο
- κολωπετούρα[1]
Σύνθετα
Μεταφράσεις
διάρροια
|
Αναφορές
- Στυλιανός Γ. Βίος, Χιακά γλωσσικά: πραγματεία βραβευθείσα εν τω γλωσσ. διαγωνισμώ του 1918, Τύποις Παγχιάκης, 1920, σελ. 106
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.