ἐκκλησία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐκκλησίᾱ | αἱ | ἐκκλησίαι |
| γενική | τῆς | ἐκκλησίᾱς | τῶν | ἐκκλησιῶν |
| δοτική | τῇ | ἐκκλησίᾳ | ταῖς | ἐκκλησίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἐκκλησίᾱν | τὰς | ἐκκλησίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐκκλησίᾱ | ἐκκλησίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκκλησίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκκλησίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἐκκλησία θηλυκό
- (πολιτική) η συνέλευση (του λαού), η συγκέντρωση, η συνάθροιση
- (ελληνιστική κοινή) εκκλησία, Εκκλησία
- (ελληνιστική κοινή) ρωμαϊκή εκλεκτορική συνέλευση
- (ελληνιστική κοινή) η εβραϊκή κοινότητα
- (ελληνιστική κοινή) ψήφισμα
Πηγές
- ἐκκλησία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐκκλησία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκκλησία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.