πρόσκλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσκλησῐς αἱ προσκλήσεις
      γενική τῆς προσκλήσεως τῶν προσκλήσεων
      δοτική τῇ προσκλήσει ταῖς προσκλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσκλησῐν τὰς προσκλήσεις
     κλητική ! πρόσκλησῐ προσκλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκλήσει
γεν-δοτ τοῖν  προσκλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσκλησις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πρόσκληση (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

πρόσκλησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.