μεταφυσικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφυσικός η μεταφυσική το μεταφυσικό
      γενική του μεταφυσικού της μεταφυσικής του μεταφυσικού
    αιτιατική τον μεταφυσικό τη μεταφυσική το μεταφυσικό
     κλητική μεταφυσικέ μεταφυσική μεταφυσικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφυσικοί οι μεταφυσικές τα μεταφυσικά
      γενική των μεταφυσικών των μεταφυσικών των μεταφυσικών
    αιτιατική τους μεταφυσικούς τις μεταφυσικές τα μεταφυσικά
     κλητική μεταφυσικοί μεταφυσικές μεταφυσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταφυσικός < μεταφυσική

Επίθετο

μεταφυσικός

  1. (φιλοσοφία), (θρησκεία) που ασχολείται με τη μεταφυσική
  2. (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) ο υπερβατικός, που προκαλεί το δέος
  3. ο πολύ δύσκολος στη σύλληψη, ο δυσκολονόητος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.